χαβώνιος

χαβώνιος
-ον, Α
καβόνιος* («ἄρτος χαβώνιος» — ψωμί βάρους ενός κάβου, πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καβόνιος (< κάβος [Ι] «εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”